Όταν άστραψε,
ήσουν γυμνή
και προκαλούσες το θάνατο
Κι είχε το φεγγάρι να παλέψει
με την τίγρη της καρδιάς σου.
Γιατί οι ώρες απόψε να γελάσουν;
Σε μια φωλιά νεκρών πουλιών
πώς να γελάσουν;
Αφού ο καιρός διπλώθηκε
κι αφέθηκαν οι έλξεις να κυματίζουν
στις πόλεις των απόντων.
Μικρές ανάπαυλες
φυλούσαν μια όραση παιδική
για να ξεφύγουν τα χαλινάρια
σ’ ένα βούρκο ανόμοιων στοιχείων.