Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

βρεγμένος σαρκασμός







Ακόντια στη σφαίρα της τρέλας
στον καιόμενο ήχο
που άδειασε τις λέξεις
Ακόντια στο κρανίο του θεού
να πιάσει τόπο η θέωση
να κρυφτεί το μνήμα
ακρωτηριασμένο σφαγή
Κι εγώ να πιέζω το όμικρον
να του κόβω ακτίνες
Στον πήλινο λαιμό μου
να πιέζω τον κύκλο
να χωρέσω τις μοίρες του -
σκάνδαλο στη φωνή μου οι δικές μου Μοίρες
Κι ας πνίγομαι από κύμα -
στα σκοτεινά πάγωσα
παραβαίνων το αιώνιο
με μαλλιά αχανούς
στη λατρεία που δε σβήνει
Εσύ σιωπάς με νύχια γύπα
Άκομψα πίνεις
παραπατώντας στο ίσιωμα
Άκομψα κρύβεσαι
Στα κόκκινά μου βλέφαρα
ασελγείς
Συνήθιζες κάποτε συχνά
να λογχίζεις την ακοή μου
και να ματώνουν τα μάτια μου -
γευόσουν ένα ακόμη
λεπτό στο άχρονο,
μασκαρεμένος καουμπόης
στη θηλυκότητα των νερών π' απείχαν
Κι έτσι η σκοτεινή προβολή
της θεάς μου
που δίνει το στίγμα του ίχνους μου,
τ' αχνάρια μου, οι πέτρες μου
ακόμη κι η μουσική της βροχής μου
απ' τα υπόγεια πεδία της όρασης,
η Λίληθ που έριξε την αυλαία του τίποτα
εσύ,
οι πέτρες μου και οι χορδές μου -
αλυσίδες η σάρκα μου,
κι η χώρα μου
που κουτσάθηκε από αμαρτίες -
να σ' ακούει που σιωπάς
και να πετάει ακόντια
στο μάτι του κυκλώνα._