Με ξεπέρασε το καλοκαίρι
σε απόψε του χρόνου
με κυρτά δάχτυλα
Να ψαχουλεύει το μυαλό μου
για ωροδείχτες ιστία
των σάπιων μεσημεριών
τις παλίρροιες του κορμιού
Και τερματίζω άυλος
από σαρκοβόρα σκέψη λειψός
σε ακτή ναρκοπέδιο
κυνηγημένος από πουτάνες
στα μισά επιπέδων
που περιφέρονται καπνοί
μπαγιάτικων λιβανιών
Και τα νύχια
να ξύνουν τη φαιά μου
τα απογεύματα των ημερών.
Τόσο νωπά τα θραύσματα
Τόσο νωπά τα θραύσματα
της νύχτας
στο κοιμητήρι των θεών
που ξυπόλητοι ανέτειλαν
Τρεις -
σαν τρεις του ξημερώματος –
και ξάφνιασαν το άστυ
με το εκατό να γυρίζει
σφυρίζοντας
σφυρίζοντας
στα φασιστικά συνθήματα
των γήινων αγορών.