Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Όταν η Ελένη Νανοπούλου παρουσίασε το δραπέτη μου




ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΑΠΕΤΗ

Το κρύο της νύχτας έχει την εναλλαγή του συμπιεσμένου αόρατου χαμόγελου. Της κραυγής που σε πνίγει στην εκφορά του διαφορετικού από την ερημιά του δεδομένου. Θαρρώ εκεί το συνάντησα πρώτη φορά στα έργα πραγματικής τέχνης, που περιστρέφεις αλλού το βλέμμα κι όταν το επαναφέρεις σε κοιτούν ακόμη κατάματα, σ’ όποια γωνιά και αν σταθείς.

Κι ύστερα, τα φεγγάρια τέτοιες νύχτες ξετυλίγουν τις Αρχαίες τους μορφές. Επανωτά φώναζε η πανσέληνος σα τα γεννούσε ασάλευτη μη και βουρκώσει η νύχτα απ’ τους σπασμούς.
Άνοιξε τότε ο Ορφέας το πορτόφυλλο και έκθαμβος είδε την Άννα, να ευωδιάζει γιασεμιά, κι εκείνη με χέρια κάτασπρα μαντίλια ψιθύρισε στο κύκλο της σελήνης
Μη φύγεις μη φύγεις όνειρο μου!!!
Η νύχτα απόψε είναι γλυκιά μυρίζει χέρια και γραφές. Απρίλης και φουσκώνουνε στα στήθη οι ανάσες. Ταξίδι ανοίξαμε πλάι – πλάι στις ρούγες, τα σκαλιά, στα χτυπημένα νερά, και τους μιλημένους αφρούς του νησιού..
Θυμάσαι Ορφέα; Εκείνου του νησιού που είπες να της πεις, μα τ’ άφησες πλεούμενο σκαρί στον αύριο δρόμο.
Ει! Παλληκάρι… σου κράτησε το πρόσωπο στις χούφτες, μη φοβηθεί η συνείδηση και μπλέξει τις λυτές πληγές με τα λυτά τα φύκια.
«ενδιάμεση απόκλιση χρωμάτων» Ορφέα, στη Γαλλία μπορεί και να το λένε «évadé» εβαντέ
Οι πληγωμένοι χάνουν το δρόμο.
Οι μεθυσμένοι τα χάνουν όλα, βλέπουν μόνο τα πυροφάνια της αγάπης, ουρλιάζουν μονάχα άναρθρους έρωτες.
Άννα μη φύγεις
Τρελαίνεται η βροχή, και το χαμίνι φεγγάρι πισωπατά τις αποστάσεις.
Έρχεσαι – φεύγεις.
Ανεξίτηλη είναι η αγάπη, και εκείνη, η Λίτσα η άλλη Μάνα, που απλόχερα μοίρασε από τα σωθικά των άκρων της συλλεκτικά κομμάτια τέχνης, στην πόρτα μας, στα πόδια σου Μιχαήλ.
Μάζεψε κι όλα τα αποκαΐδια, τα κρύσταλλα ποτήρια μη λάχει και κοπεί η καρδιά κομμάτια, μάτια της εσύ μονάχα.
Τι άλλο;
Να δραπετεύει… κι απ’ τις γιορτές, κι απ’ τα φεγγάρια, κι απ’ τις σονάτες.
Χθες… προχθές… κι όλα τα χρόνια που σε μοσχομύριζε , να μην είσαι μόνος, να μην είσαι μόνος έκλαιγε.
Μόνο απόψε άναψε τις σονάτες με βότκες δυνατές , σε ζωγράφισε στις φλέβες της, κι άνοιξε τις ροές να τρέξεις άγριο άλογο, να δαμάσεις το σκοτάδι, κι εκείνη μάζεψε ότι σε βάραινε.
Στον ύπνο σου παραμιλούσες… ήχους, σφυρίγματα, σιωπές… ναι και τις σιωπές τις αναστέναζες.
Νερό - νερό έτσι άνθιζες, έτσι πλανεύονται οι ψαράδες και τα δελφίνια, έτσι αναπηδά η καρδιά και θωπεύει τ’ άλλο της μισό.
Ψυχή μου… κάποιος φώναξε
Ψυχής Της! Πέρασε στα μπράτσα το βιολί κι εκείνο αναστέναξε
«Τα βιολιά αδράχνουν τα μόρια του σώματος, ένα σβώλο τα κάνουν, και μετά τα εκτοξεύουν στα πέρατα, για να δραπετεύσει η ψυχή. Αγέρωχη, σα λεύτερο πουλί, να ερωτευτεί ένα κοχύλι. Σε πίνακα τρελού ζωγράφου, με γαλάζια πινελιά, ν’ αποδοθεί» είπε

Τι φώς! Τι φώς Μιχαήλ! Σου απεδόθει
Ήρθε και σου ψιθύρισε, σου το γράψε για δεν μπορούσε να φωνάξει, φοβήθηκε μη πάρει η νύχτα τη φωνή.
Μα απόψε η νύχτα σταλάζει γιασεμιά, ήχους βιολιού, και τη γλυκιά ανάσα μάνας που αγαπά τα πέλαγα σου χέρια.
Απόψε που γιορτάζει το φεγγάρι, εσύ αντρώθηκες δέντρο πανώριο, στεντόρεια φωνή, στο πλάι οι ώμοι σας αντάμα.
Αγάπη σου, Αγάπη της.
Ζεσταίνονται οι καρδιές.

Κλείνω τα μάτια … ψηλαφώ… και σχηματίζω στο χνώτο εκεί επάνω στο βράχο, και στην αγωνία του σύννεφου… «που τεμαχίζει τον καιρό με τα δικά της φωταγωγημένα όνειρα, συντροφιά με τα’ αδύνατα μέλη της», της ψυχής το συναπάντημα.

Έχει έναν αγέρα δρόσου τούτη η περγαμηνή
Μια ορμή Δραπέτη.



Για σένα Λίτσα Πατεράκη