Όλα δέθηκαν σ’ ένα καρφί φαγωμένο
απόγιομα γιορτής
Γι’ αυτό κι οι δείκτες
περιφέρονται επιτακτικά –
δούλοι αρμαγεδώνα,
κι απόκληρα παιδιά της νύχτας
που χρεμετίζει γύρω μου
και μέσα μου φεγγάρι
π’ αντανακλά λατρεία
ατσάλινων εποχών.
Με δέρμα, ισχνός τρέμω
απ’ τις κονιορτοποιημένες κραυγές
των σφαγίων
Περιβάλλομαι περιβάλλον κρησφύγετου
και λαχταρούν οι βοριάδες απόδραση
Όμως ξεπλέκω και ξεπλέκω δειλινά
να καθρεφτίσω τα χρώματα -
αντίσταση στην ευθανασία των απορημένων
Ένας αυτόχειρας ξενυχτά
μετρώντας ασταμάτητα
τα δάχτυλα των ποδιών μου
Κάποτε, που πέτρωσαν τα πόδια μου
απ’ τη λεηλασία
- φωτογραφία στο κελί
των αθανάτων -
είχα τη μνήμη του καρφιού,
στη φαγωμένη έκδοση του παλιατζίδικου
Κι εκεί αναισθητοποίησα την Ιστορία
για να ξυστεί το επίχρισμα,
τα σωθικά της ν’ αρχίσουν να δείχνουν
σε μαθητικά θρανία, έξω στα περβόλια,
ν’ ανασυνταχτούν τα γράμματα -
μικρές στιγμές με το μεγαλείο των λύκων
που πήραν σβάρνα τα βουνά
ξεχασμένων αρχείων
Έτσι, κάποιοι αλαλιάζουν στην πανσέληνο,
κι εγώ τρέχω να θερίσω θρήνους.
Κάτω η φύση άδειασε να γεμίζει σφυρίγματα
Και πάνω η σκέψη, ένα σαξόφωνο
να τρυπάει τα κύματα.
Τι έχεις και δεν άκουσες -;-
Ένα καρφί λυγάει και γέρνει η σταύρωση.
Δεν τελειώνει ο γυρισμός.
Επιστρέφω.
Πέντε – δέκα στροφές και φτάνω.
Το κατάστημα είναι πάντα ανοικτό,
σαν περίπτερο που τρέλανε τα εικοσιτετράωρα.