Μετά τον πρώτο βιασμό, η κατάρρευση των πλήκτρων του
ακορντεόν, έμελλε να γίνει λυχνοστάτης της υπόλοιπης ζωής μου. Έτσι, τη δεύτερη
φορά, δεν υπήρξε συντριβή, αλλά από τότε, έμαθα πώς να κουρδίζω ρολόγια, για να
μνημονεύω τους νεκρούς μου. Η ενήλικη ζωή ∙ ένα φτηνό φέρετρο, ανεξερεύνητο για
τους ζωντανούς ομογενείς, κι ασήκωτο για τους αλλοδαπούς συνταξιδιώτες. Τόσο
πολύ πια, που η διάρρηξη στάθηκε σκοπός ζωής και τα σούσουρα πλείστα και αγενώς φαντασιόπληκτα, όπως γίνεται πάντοτε. Άνθρωποι όλων των φυλών συνέρρεαν αλαφιασμένοι, να
υποστηρίξουν το έργο. Άλλος με κατσαβίδι, άλλος με πριόνι, ό,τι είχε ο καθείς,
κι ό,τι σκαρφιζόταν η μαεστρία τους στις κλοπές. Κατάφεραν, να εξουδετερώσουν τα
σπλάχνα. Δε μπόρεσαν μοναχά να φυλακίσουν τον καπνό. Μ’ όσα στεγανά, άγγιξαν
τον αντίλαλο. Το τρένο ξεφυσούσε αλαφιασμένο. Όλα όφειλαν την αρχή τους σε
χρόνιες διανυκτερεύσεις μου. Ανίατη ασθένεια κι εκ γενετής. Έτσι κατάφερνα
πάντα να προστατεύω την αδελφή μου, από
τους εφιάλτες της. Όσο οι βλαμμένοι χρόνοι έτρεχαν, έγινα άσσος στις
ακτινογραφίες προσώπων. Έχανα πάντα μόνο στη βροχή. Είναι που τη λάτρεψα νωρίς
σα δάκρυα. Και πνιγόμουν στη θάλασσα, γιατί, θυμάσαι πατέρα που την ήπια
ολόκληρη, και μου πέταξες όλες τις παιδικές μου φωτογραφίες με θαλασσινά νερά;
Από τότε, έκανα σύμμαχό μου το θάνατο, κι αγάπησα τόσο τη ζωή, που μου στέρησε
τη ζωή μου. Μια φυσαρμόνικα, κι ένα ακορντεόν συντετριμμένο, στάθηκε η αφορμή,
για έναν γενναίο επίλογο∙ να σηκώνω δρόμους και δρομάκια και να ξεμένω σε
βρεγμένα κατώφλια τα βράδια..λίγο πριν, λίγο μετά, ποτέ εκεί μέσα.
..κι οι άλλοι, συνεχίζουν την σύληση, να το πάρεις αυτό μαζί σου πατέρα, να
έχεις πάντα παρόν. Η ανεκτικότητά μου, τελικά, έχει σύνορο το σκοτάδι, κι ο άλλος..κρεμιέται στο σύνορο.
φορά, δεν υπήρξε συντριβή, αλλά από τότε, έμαθα πώς να κουρδίζω ρολόγια, για να
μνημονεύω τους νεκρούς μου. Η ενήλικη ζωή ∙ ένα φτηνό φέρετρο, ανεξερεύνητο για
τους ζωντανούς ομογενείς, κι ασήκωτο για τους αλλοδαπούς συνταξιδιώτες. Τόσο
πολύ πια, που η διάρρηξη στάθηκε σκοπός ζωής και τα σούσουρα πλείστα και αγενώς φαντασιόπληκτα, όπως γίνεται πάντοτε. Άνθρωποι όλων των φυλών συνέρρεαν αλαφιασμένοι, να
υποστηρίξουν το έργο. Άλλος με κατσαβίδι, άλλος με πριόνι, ό,τι είχε ο καθείς,
κι ό,τι σκαρφιζόταν η μαεστρία τους στις κλοπές. Κατάφεραν, να εξουδετερώσουν τα
σπλάχνα. Δε μπόρεσαν μοναχά να φυλακίσουν τον καπνό. Μ’ όσα στεγανά, άγγιξαν
τον αντίλαλο. Το τρένο ξεφυσούσε αλαφιασμένο. Όλα όφειλαν την αρχή τους σε
χρόνιες διανυκτερεύσεις μου. Ανίατη ασθένεια κι εκ γενετής. Έτσι κατάφερνα
πάντα να προστατεύω την αδελφή μου, από
τους εφιάλτες της. Όσο οι βλαμμένοι χρόνοι έτρεχαν, έγινα άσσος στις
ακτινογραφίες προσώπων. Έχανα πάντα μόνο στη βροχή. Είναι που τη λάτρεψα νωρίς
σα δάκρυα. Και πνιγόμουν στη θάλασσα, γιατί, θυμάσαι πατέρα που την ήπια
ολόκληρη, και μου πέταξες όλες τις παιδικές μου φωτογραφίες με θαλασσινά νερά;
Από τότε, έκανα σύμμαχό μου το θάνατο, κι αγάπησα τόσο τη ζωή, που μου στέρησε
τη ζωή μου. Μια φυσαρμόνικα, κι ένα ακορντεόν συντετριμμένο, στάθηκε η αφορμή,
για έναν γενναίο επίλογο∙ να σηκώνω δρόμους και δρομάκια και να ξεμένω σε
βρεγμένα κατώφλια τα βράδια..λίγο πριν, λίγο μετά, ποτέ εκεί μέσα.
..κι οι άλλοι, συνεχίζουν την σύληση, να το πάρεις αυτό μαζί σου πατέρα, να
έχεις πάντα παρόν. Η ανεκτικότητά μου, τελικά, έχει σύνορο το σκοτάδι, κι ο άλλος..κρεμιέται στο σύνορο.
(από το υπό έκδοση: «το σκισμένο καλσόν»)