*στην Κατερίνα Γώγου,
αφιερώνεται*
Αν θέλεις να ξέρεις,
Δεν άγγιξα το χρόνο
Δε γεννήθηκα ποτέ
Αν με συνδέσεις με οδό εθνική
Κι ένα φαρμακείο κλειστό,
Μετά από διαρρήξεις,
Μπορεί να καταλάβεις το βυθό
/μπορεί. Γιατί αδειάζουν εύκολα τα ράφια
Κι οι απατηλές διανυκτερεύσεις,
Συχνά, καθιστούν επιτεύγματα ειδήσεων εκτάκτων./
Ύστερα, δε συγχωνεύτηκα,
ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης,
Μάλλον και καμιάς μορφής εταιρεία –
Αφού πάντα το σύστημα με πέταγε εκτός,
Κι έκλεινε ο υπολογιστής αφύσικα,
Δίχως αποθηκεύσεις,
Και δίχως ποτέ ν’ αξιωθώ δίσκο εξωτερικό.
Κάτι θάλασσες άπλετες, πίσω
Απ’ τα μάτια, που νόμιζες ύφος,
Και στερέωσες αξίωμα υψηφοβίας,
Να δώσεις τροφή στα ιατρεία,
Που πλέον κλείνουν βιαστικά,
Από υπουργεία σχιζοφρενικής μανίας
Κάποτε, μιλώ νεκρός αιώνιος
Με νερά που κοχλάζουν τη φαντασία μου,
Και νομίζω ζωντανός,
Ακουμπώντας ένα σφύριγμα
Δίχως απόκριση
/ όλα στο κενό πλαδαριάζουν
Κι η στύση δίχως νόημα –
Ο γρίφος ξεπέφτει
Χάνει δυναμική
Και διαλύεται στο χάος /
Απορώ για τ’ ασθενοφόρα,
Που, κι αν δηλώνουν απεργία,
Βρίσκουν να πατούν ένα τίποτα
Και συλλαμβάνουν κύματα ενοχής –
Ίσως, αν είχα γεννηθεί
Η ανοχή μου να έκανε ρεκόρ για Γκίνες –
Μα, και η μαλακία έχει όρια,
Και κατάπια τα βιβλία νωρίς,
Μαζί με τα βραβεία τους –
Ποιος θα σχολιάσει έναν
αγέννητο γενειοφόρο
Της οργής -;-
Και ποιος θ’ αντέξει
Να περιμένει ένα φαρμακείο πάντα κλειστό
Σε μιας παλιάς εθνικής οδού
Στο ασύνορο της άβυσσος -;-
Η ευαισθησία έμεινε γράμματα
Και τα παχιά λόγια
Γλιστρούν σα χέλια
Κι αποφεύγουν ράφια διαρρηγμένα.
Κι όμως, αν με ρωτήσεις να σου πω..
Μια τρελή επιμένει ακόμη να βαδίζει
Πέρα και ΄κει. Πάνω και κάτω.
Έπιασε το μήνυμα της νύχτας νωρίς:
Δεν έχουν ήχο οι άνθρωποι,
Και τα σκοινιά, μόνο κρεμάλες στήνουν.
Οι ζωντανοί ασθενούν
Με περιβραχιόνιο δήλωσης υπεύθυνης
Στοιχείων κάποιου θεάτρου σκιών.
Κάπου στο σύμπαν
Φρενάρεις απότομα:
Νοσοκομείο αγριμιών.
Επισκέπτης κι ασθενής.
Μένω εκεί.
Προμηθεύς Πυρφόρος