Από τους ακρωτηριασμούς των νευρώνων μου, μέχρι την πάχνη μου,
υπήρχαν πάντα τρεις καταδότες ∙ η μοιρασιά του χρόνου σε σκιερά θεμέλια,
όταν δακρύζει ρετσίνι ο κορμός, και τ’ αποτέλεσμα μιας συνεπαγωγής,
αόριστα, λένε, σχεδιασμένης, μα πόσες νύχτες γκρεμισμένος
στήνω μπουγάδες, και στήνω μπουγάδες, με τσίγκινες σκάφες!..
Αλαφροΐσκιωτη ζωή, θα πουν οι μαραμένοι, τ’ απογέματα, που μένουν μόνοι -
θλιμμένα πιράνχας που αποτύχανε στην κατασκευή παγίδων, για τα πτηνά,
ανεξαρτήτου βάρους, ύψους και κραυγής.
υπήρχαν πάντα τρεις καταδότες ∙ η μοιρασιά του χρόνου σε σκιερά θεμέλια,
όταν δακρύζει ρετσίνι ο κορμός, και τ’ αποτέλεσμα μιας συνεπαγωγής,
αόριστα, λένε, σχεδιασμένης, μα πόσες νύχτες γκρεμισμένος
στήνω μπουγάδες, και στήνω μπουγάδες, με τσίγκινες σκάφες!..
Αλαφροΐσκιωτη ζωή, θα πουν οι μαραμένοι, τ’ απογέματα, που μένουν μόνοι -
θλιμμένα πιράνχας που αποτύχανε στην κατασκευή παγίδων, για τα πτηνά,
ανεξαρτήτου βάρους, ύψους και κραυγής.
Το μέσα δώμα, αν και υγρό, μαύρα ταβάνια χιονίζουν μούχλα ανελλιπώς,
δεν ξεχνά να ιστορεί κατάγματα, πειραματικές επεμβάσεις,
ακόμη και έρωτες, σε μελλοντικά κοιμητήρια,
όπου έσταξαν τα κεριά καυστικές ξυραφιές ή κάπνα, για να καλύπτουν τις πομπές των
περασμένων, που ισάκις μαρτύρησαν οι ασθενείς μου. Ένα σανατόριο ήμουν, με
τόσες φανταστικές εκτροπές μου, φαντασιώσεις, ως να σπάνε τα θερμόμετρα, κι
επικλήσεις, μέχρι που κατεβαίνουν οι νεκροί μου, στο υπόστρωμα της κλίνης μου.
Κι όσες δεν είχα κλίνη, από τις δωρεές μου στα ανήθικα κορίτσια της ηθικής φυγής,
κάτω απ’ το μάρμαρο, στο φρενήρη χορό των ποντικιών, στοιβάζονταν οι νεκροί –
μέχρι που τα της ακοής όργανα εξασκήθηκαν στους βοερά σιωπηρούς ήχους της
νύχτας των πατωμάτων.
δεν ξεχνά να ιστορεί κατάγματα, πειραματικές επεμβάσεις,
ακόμη και έρωτες, σε μελλοντικά κοιμητήρια,
όπου έσταξαν τα κεριά καυστικές ξυραφιές ή κάπνα, για να καλύπτουν τις πομπές των
περασμένων, που ισάκις μαρτύρησαν οι ασθενείς μου. Ένα σανατόριο ήμουν, με
τόσες φανταστικές εκτροπές μου, φαντασιώσεις, ως να σπάνε τα θερμόμετρα, κι
επικλήσεις, μέχρι που κατεβαίνουν οι νεκροί μου, στο υπόστρωμα της κλίνης μου.
Κι όσες δεν είχα κλίνη, από τις δωρεές μου στα ανήθικα κορίτσια της ηθικής φυγής,
κάτω απ’ το μάρμαρο, στο φρενήρη χορό των ποντικιών, στοιβάζονταν οι νεκροί –
μέχρι που τα της ακοής όργανα εξασκήθηκαν στους βοερά σιωπηρούς ήχους της
νύχτας των πατωμάτων.
Φορώ κατάσαρκα το λιμάνι που άδειασε. Υπάρχουν αποθέματα φωνών.
Άνεργοι μούτσοι τα φιλιά, γέρνουν στα χαρακώματά μου.
Χαμάληδες ξεμαλλιάζουν δυο κουρέλια – παπούτσια,
χρόνια κολλημένα στα πόδια μου.
Τους αφήνω στο κύκνειο να ιστορήσουν μονάχοι. Η αγιοποίηση πάντα
πληρώνεται αδρά εξάλλου, και μόνο η προσφώνηση: «Έι, αλήτηηη!»,
θέλει κότσια να γευτείς το τσιμέντο στη βροχή να κοιμάσαι,
την υποψία ν’ αφήνεις σκιά, ακόμη και να μιλάς δίχως κοινό,
και να μην μαρτυράς τίποτα, και να σε χτυπούν κι άλλο,
και να μένεις ανέγγιχτος, εκτός λίστας, παραμένοντας ο φονιάς.
(συνεχίζεται..)
Άνεργοι μούτσοι τα φιλιά, γέρνουν στα χαρακώματά μου.
Χαμάληδες ξεμαλλιάζουν δυο κουρέλια – παπούτσια,
χρόνια κολλημένα στα πόδια μου.
Τους αφήνω στο κύκνειο να ιστορήσουν μονάχοι. Η αγιοποίηση πάντα
πληρώνεται αδρά εξάλλου, και μόνο η προσφώνηση: «Έι, αλήτηηη!»,
θέλει κότσια να γευτείς το τσιμέντο στη βροχή να κοιμάσαι,
την υποψία ν’ αφήνεις σκιά, ακόμη και να μιλάς δίχως κοινό,
και να μην μαρτυράς τίποτα, και να σε χτυπούν κι άλλο,
και να μένεις ανέγγιχτος, εκτός λίστας, παραμένοντας ο φονιάς.
(συνεχίζεται..)