Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

να κρατηθώ γιατί ..έχει ψέμα






















"εγώ
ο μικρός...
που ζητιάνευα κάποτε
στις συγυρισμένες
αλάνες σας..."


Θεός απομηχανής -

χειρολαβές λέξεων
κλειδώνω τα χέρια
τεντώνω το κορμί
παίδευση ακόμη
σ΄ένα χειμώνα φονικό
απλώνω το βλέμμα
πίνοντας κατά τους
τρόπους εκμάθησης
εφεύρεση δικιά μου
νοητική επέκταση
για επιστροφή
πανικού

σε αποστολέα
ματαιόδοξο

και γυρίζω τα
βράδια

σε δρόμους
καχεκτικούς

αγκαλιάζοντας
κορμιά -

σκοπούς ηδονών
να γίνει το θαύμα
επιμηκύνω τα γράμματα
να λυτρώσω από χάος
που άρμεξε την
παιδικότητα

στο βασίλειο
κατασκευασμένων
οργασμών
που το μέταλλο
πληρώνει

νωθρό μάτι
με δάκρυ κρυμμένο
μένω στα
κορίτσια που

γέμισαν -
κορίτσια - βαγόνια
σε υπερσύνορα ταξίδια
σε ένα λεπτό
και κάποια δευτερόλεπτα

Ψάχνω τα γράμματα

με τ' ακροδάχτυλα
φράγματα αγγίζω
λυγμών αιώνιων
μέσα στους καπνούς
και τις
αλκοολικές ανάσες

που θαμπώνουν
τα τζάμια

και σπάω
τα κρύσταλα

να αποδράσει
η μουσική


Κρεμιέμαι

από το Πι και
το Ταφ

ανεβοκατεβαίνω
το Κάπα

στην περιφέρεια
του Όμικρον

φιλοσοφώ το
μαγικό αριθμό

με τριακόσια
δέκα τέσσερα και...

και κρατώντας το Άλφα
το φέρνω στο
υποσέλιδο

των ποιημάτων
εκεί που
οι αναστεναγμοί
του ονείρου

τινάζουν τα
σεντόνια τους

να διώξουν
το σπέρμα

του θανάτου
και την οσμή
νεκρού αιδοίου

την ώρα
που
τα περίπτερα απεργούν

κι οι ειδήσεις αργούν
πολύ αργούν να
φτάσουν στον κόσμο
των ανθρώπων

Με μια σύριγγα
παραβατούν

για ν' αγαπούν
τα κορίτσια
που μιλιά δεν βγάζουν
μόνο καυτηριάζουν
το αιμορραγούν πέος
του ανέμου

σε στύση εφηβική

Καλά που
πρόλαβα να

κρατηθώ απ' τις
χειρολαβές

των γραμμάτων
γιατί το αίμα μου
αλλοιώθηκε

από τη χρόνια της
πείνας την απεργία

Να δώσω, λέω,

επώνυμο στην
ανώνυμη πολιορκία
με το κάλπικό της
άγγιγμα

μέσα σε
αδιευκρίνιστες αιτίες

ή,
για να διαιωνίσει
τη ντροπή

όταν το
αρπαχτικό πτηνό

ράμφισε
αδιάντροπα την

καρδιά μου
κι ύστερα
κροκόδειλος έγινε

να κλαίει ασταμάτητα..

Κρατιέμαι γερά απ'

τις χειρολαβές -
γράμματα δικά μου -
ορθώνω Γιώτα το
κορμί μου
κι αναλαμβάνω την
πατρότητα του
τραγουδιού μου
την ώρα που
η μικρή πόρνη -
πουτάνα την έλεγαν -
αυτοκτονούσε
σφάζοντας τη
μήτρα των
θριάμβων
που ονόμασαν
την ώρα που
ο πρώτος κατακτητής
βίασε την ψυχή της..

Αλλάζω μορφή
στα γράμματα
κι ευθείες τεμνόμενες
φτιάχνω -

σημείο τομής
το περιθώριο που
απαγχόνησα το
μυαλό μου

για να μπορώ
να είμαι

εγώ κι εγώ
να γράφω ατέλειωτα
τις παράλογες αποφυγές
μιας πλασματικής
ζωής ανθρώπων
και ν' αποδείξω την
ύπαρξη
μιας ανεμώνης
στην καρδιά του
λαβωμένου φεγγαριού..