Τη μέρα της εξόντωσης
όλοι οι αέρηδες έχουν λουφάξει
Το κόχλασμα επικρατεί στους σουγιάδες
δε σηκώνει βοή,
μόνο σκόνη πνιγερή ερήμων και
μια ακόμη περιφρούρηση μάλλον,
στους δωρισμένους εκκλησιασμούς
ή με σπασμένα ποδάρια· στασίδια του μυαλού μας
Καθ’ υπέρβασιν, ο ήλιος μαζεύτηκε νωρίς
/μια έκλειψη είναι ότι πρέπει στις τελετουργίες της Απόκρεω
/
Ντυμένοι βασιλιάδες επικαλούνται βροχή·
κονδυλοφόροι υπογείων στοών
βαθμοφόροι χαμών
/ και μόνο εκεί δεν αγιάζεσαι με νέκταρ.
Αυτά τα υπόγεια κρατούν ζόφο
σε κελάρια με χνώτο πνιγμένων αγγέλων
που έψαλλαν την Ιστορία την απ’ αρχής /
Κατόπιν στήθηκαν οι κρεμάλες
μετά τη σφαγή,
για να γραφτούν οι δόξες
στις χούφτες των παιδιών
που τα παιδιά πήραν φύλο
πρόστυχων καφενείων το σούρουπο
ενώ η σειρήνα μασούσε τέλος στη βάρδια
Κι άλλος μπεγλέρι,
εγώ ρακή,
κι η Λόλα - μασούσε τσίχλα -
με γόβες, ξεκάλτσωτη στο κρύο -
κι ο κούκος τρεις δηλαδή,
να ΄χουμε πρίμα το τεφτέρι της φυγής.
Έτσι ανυπόφορα ξυρίστηκ’ ο καιρός
Κι η Ιστορία επαναλαμβάνεται
αφού εσύ με σόλες διαταγής
δε βρέθηκες ποτέ σε καφενείο._