Όταν με συνέλαβαν
Εκείνο το άκαρπο πρωινό
Στην πλατεία των Ιδεών
Οι αναθυμιάσεις των Ωραίων
Ψιθύριζαν δροσιά Άνοιξης Κι οι κρότου – λάμψης φθόνοι
Κατέρρεαν.
Στο μπαράκι του μυαλού μου
Η μοναξιά λέω
Είναι
Όταν γερνάς δόξα άσφαιρη
Με σαλιωμένες σελίδες
Από δάχτυλα
Βαμμένα νύχια ανίας
Γελοίων περιοδικών για
Κυράδες της υποταγής.
Στο άκομψό σου εκτός
Κάνουν κρότο οι θεοί
Και
Γελάνε παχνιασμένοι ξημέρωμα.
Να τρομάζεις όταν βροντούν.
Σε διαλύει η Φύση.
Αλλιώς
Μη χασκογελάς αλάνικα.
Σου στραβώνει η γραβάτα
Και χάνεις την αστραπή.