Θα ΄ρθει μια μέρα ξεκούρδιστη
- μην πανικοβληθείς -!- -
που δε θα ΄χεις μάτια να λάμψεις
Τα σχόλιά σου
θα κρεμαστούν χαρτονομίσματα
στο παγκάρι της κενής λεηλασίας σου
- δε θα ΄χεις
που να καλύψεις ντροπή.
Η δειλία σου –
στο ΄χα πει –
όσα καρφιά κι αν έμπηξε,
η σάρκα μου έμαθε τον έρωτα
δεν ωφελεί
Η μετριότητά σου –
κακοήθεια μηδαμινή
στους κυματισμούς του ονείρου
κι η φυλακή σου
μαραμένο παράσιτο
εν ώρα τίποτα.
Όσο κι αν πάλεψες να
με θάψεις –
μια χούφτα ακόμη χώμα,
ένα αναπότρεπτο δάκρυ
κονιακάκι και καφέ γλυκό –
τη φήμη, πώς να ξεχάσεις -;-
Πήραν διαστάσεις τα σπλάχνα μου
στη μικρή σου φωλιά,
και ξετίναξαν τη στέγη σου.
Μαρτυρίες λένε
πως αγιογραφείς καταδότες –
εδώ ωφελεί τη διαιώνιση
του εγκλήματός σου
Εν ώρα νεκρή, λοιπόν,
σε κερνάω λάφυρα
του δικού μου αγώνα –
υπέρ των πάντων ο αγών,
υπέρ του άδειου βλέμματος
σάπια καθημερινότητα,
να κοιμάσαι μ’ ένα γλείψιμο
στην πλάτη
επαίτης λίγου χρόνου
νυσταγμένης απόλαυσης
Εγώ
διακατέχομαι κατάρα τρελού
στην πλατεία των θηρίων – τα θηρία
ξέρεις φιλούν στο στόμα
τα αινίγματα
και θυμούνται να τιμούν.
Σχολάσαμε απόψε.
Είναι το πισώπλατο
της αμαρτίας βαρύ
Κι ο Ιούδας κρεμάστηκε..
Αφιερωμένο