Με πέντε δέκα φώτα ομίχλης -
να κάνουμε και φέτος μια γιορτή
κι ας λάκισε, ρε φίλε, η
προστασία του πολίτη
έχω φτερούγες ξέμπλεκες
κι ας μίκρυναν οι άνθρωποι
τα φτερά πάντα μένουν,
έστω και βρεγμένα,
μ’ ένα σεισμό.
Ακόμη κι αν
δεν κουδουνίζει πλέον
το σκουπιδιάρικο,
μόνο γκαρίζει με την κόρνα του –
μην πάρει τ’ αποφάγια μόνο,
να προλάβω να μαζέψω
τα ψίχουλα.
Δεν έχω χρόνο για πυρετούς τώρα –
πολυτέλειες τα θερμόμετρα, τα παυσίπονα,
κι οι σούπες
Έχουν απεργία τα φαρμακεία
και τα κρεματόρια ανθίζουν πάραυτα
Στα νοσοκομεία ψείριασαν οι στίχοι
με τοίχους μαστουρωμένους
απομαγνητίστηκαν οι μαγνητικές
Θέλουν κορτιζόνες τα θεμέλια
μα η προφύλαξη κηδεύτηκε από νωρίς
κι οι χημειοθεραπείες έσπασαν τη
χημεία με τους ναυαγούς τους
Μια πολιορκία ακόμη τρομάζει –
Θα σ’ έσωνε νομίζω ένα φορτηγό
μ’ αντάρτες ναυλωμένο,
ακόμη και τα άσματα των
παραμεθόριων τραγουδοποιών
Κι αν και τα υπουργεία φωταγωγημένα
δοξασμένες υπογραφές, και
χαλιά περσικά,
υποτροπιάζουν οι ιώσεις των εποχών μας.
Με προβολέα ανατροπής θα
ξετυλίξω τα νύχια μου
να ξεφλουδίσω το λεπρό καθεστώς
Ένας Δεκέμβρης οργισμένος αρκεί
στο σκέτο βαρύ της καταχνιάς μας
κι ας τρέμουνε τα πόδια μου
πάνω απ’ τον κάδο των σιωπών
Κι όμως εκεί
ανάμεσα στα πεταμένα
ένα τρενάκι,
αν και τυφλό,
μου θυμίζει πως
ταξιδεύουν ακόμη
οι απροστάτευτοι πολίτες,
και πως μας γελάνε τα Χριστούγεννα -!-..
Ένας θεός στα κρατητήρια της
ασφάλειας πόλεων, σε
πόλεις
που θυμήθηκαν να
κρεμάσουν σκουλαρίκια
ένα έλατο και πέντε δέκα
φώτα ομίχλης
μου σκουπίζει τα δάκρυα.
Δεν είναι ώρα γι’ αστεία..