Λίγος καιρός πάει και έρχεται
που μου στέρησαν τα παιδικά μου όνειρα.
Έπαψα και εγώ να πιπιλώ το δάχτυλο.
Κατέβηκα στην αρχή μποσουλώντας
από το παιδικό μου κρεβάτι.
Άφησα γυμνά τα σεντόνια μου.
Εκείνα με τα λουλουδάκια
Που μου ΄χε χέρι αγαπητό κεντήσει.
Πήγα και ψήλωσα στα πεζοδρόμια.
Μέσα στ’ αγκάθια θορύβου και σαπίλας.
Πατώντας με γυμνό το πέλμα,
έμαθα το κακό στην κούνια του.
Είδα να σέρνουν τα συμφέροντα ανθρώπους
Και αριθμούς να υπολογίζουνε κεφάλια.
Μαθήτευσα στα γόνατα της πόρνης.
Ακολούθησα τα βήματα του νταβατζή της.
Πέρασα από καφενεία που τζογάρουν την τύχη τους
ρημάδια κορμιά, μούσκεμα από το άμοιρο.
Ακόμα...
Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, περπατούν
με το κεφάλι στον τοίχο,
σήμα κατατεθέν υποταγής ανείπωτης.
Μάτια προβάλλουν από κάδους σκουπιδιών,
Ψάχνουν ίχνη περηφάνειας στ’ άπλυτα της πόλης.
Μπόχα δρόμοι και λιμνάζοντα πάρκα.
Σύριγγες και χέρια τρυπημένα
απλώνονται μονοπάτι
και δείχνουν με το δάχτυλο
τον ουρανό που ειρωνεύεται με ήλιο δόντια.
Ποιητή μου σου θυμίζω το στίχο σου:
«Εκείνοι που έπραξαν το κακό
τους πήρε μαύρο σύγνεφο».
Και έχει μια λιακάδα.
Ακόμα ...