Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

γελούν οι κόσμοι
















Οργασμός καπνών
Τρέχει κλεμμένο κονιάκ
Μιας σκοτεινής κατοχής
Στον κρότο των αισθήσεων
_ Τα λουριά ξεχειλώνουν
Μυστήρια στόματα
Ξεμπουκάρουν κλειδωμένα μπαούλα
Βαλίτσες, βιολιά
Περιφέρονται θύελλες
Κάπου δάκρυα
Από έρωτες βυθισμένους σε χλαίνη
Κάποιου πολέμου μ’ ερείπια πόλης
Που κρύφτηκε σε φωτογραφίες
Μιλώ με τη φαλτσέτα μου
Ρωτώ «πού πήγαν τα παιδιά μου;» -
Εκείνα τα δειλινά
Που έσπαγα πινέλα
Στο καθρέφτισμα των άθλιων αιώνων
Απόκριση απ’ το υπόκωφο
Σε ένα υπερπέραν χορού.
Τώρα με κρατώ απ’ το μανίκι των ίσκιων
Εισέρχομαι σε βιβλία
Κι ανακατεύω μαγειρικές –
Φακές με δάφνες μπαγιάτικες
Αρουραίος σ’ ένα μεθύσι νόστου
Για τούνελ κάτω απ’ την πόλη
Των ηλιθίων
Κολυμπώντας γέλιο
Στο λούνα πάρκ, έξω απ’
Το σπίτι των τρόμων.
Έχω ένα κόκκινο
Στο μυαλό μου να σου μοιάζει
Με σεντόνι απ’ το μαύρο
Που μ’ ανάθρεψε
Γενικώς πλανάται γενικότητα
Και γενικώς υπάρχω
Σε ειδική αποστολή
Γυμνών παρελάσεων
Λέξεων
Στο αύριο του τώρα
Στη μυρωδιά της σάρκας σου ∙
Βρεγμένο ξύλο
Να μένω ναυαγός
Κάτω απ’ τα μάτια σου - τελεία και παύλα εγώ άστικτα