ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Γυαλιά το μυαλό μου σπασμένα
από βάζο πορσελάνης
στο δάπεδο της έξοχης κατοικίας σου
κάποτε
Στο κέντρο του κρανίου μου
που κομμάτιασες στον τοίχο των συνόρων μας
κάποτε
Από ‘κει εσύ
κι εγώ στο κρίμα
Σε μιας ίσως αμαρτίας το περίφραγμα
Εκεί που στερέωσα το περιτύλιγμα
της καρδιάς μου
Όταν φτερούγισε ο ήλιος του έρωτα
πάνω απ’ το γεννητικό σύστημα
του συνόλου μου
Έριξα στις τσέπες μου τρίματα πορσελάνης
Στις τσέπες του τζιν
που για σένα ξεθώριασα σε θαλασσινή αρμύρα
Λούφαξα τις φλέβες μου στη νωπή γωνιά της φυλακής μου
Έσκισαν τις παλάμες μου θραύσματα του βάζου σου
Χάραξες τους ιστούς μου με τις ορμόνες σου
Γυαλιά το κρανίο μου
αλλά,
ψευδαίσθηση λίμνης
σε χειμωνιάτικη ερημιά.
Μίλα αργά, όπως αργά τα βήματά μου
Εδώ που δε βλέπω το φως
Γιατί, σε κάποιες γωνιές
λησμόνησε ο θεός τα παιδιά του
Μόνο άσπρο,
νεκρικό άσπρο
δίπλα σε πέπλο θλιμμένης νύφης
ένα βράδυ στην άκρη του βράχου
Εκεί που σπάνε τα κύματα
και τα γυαλιά του έξοχου βάζου σου
διαθλούν το όνειρο παραμορφωμένο
σε λευκούς διαδρόμους
φίδια γεμάτα φονικό υγρό
που χαιρέκακα χύνεται
στις ιδρωμένες μου φλέβες