Πόσο πίσω μείναμε, αδερφέ μου,
κοιτάζοντας το νύχι,
την παρανυχίδα δεν κόψαμε,
το μανό ξέβαψε.
Μας προσπερνάνε οι καιροί.
Κατσαρόλες τσίγκινες
μείναμε άπλυτες -
με καμένο φαγητό στο τέρμα
του διαδρόμου.
Μας προσπερνάνε με βρισιές
κατσαρίδες - τέρμα τα teza -
εξολοθρευτικά μας παραβιάζουν
teza γίναμε
παίζοντας σοφία στ' άστρα
παίζοντας τα παιδιά τα βράδια,
γιατί οι μέρες,
γιατί τις μέρες,
για να μη μετράμε τις μέρες μας
τρυπώναμε στα λαγούμια των βόθρων
Για να μη μετράμε τις μέρες μας
χάσαμε τους αριθμούς
πώς το επτά - αερόστατο
δε βλέπαμε
Τυφλωθήκαμε σε τεχνητά οράματα -
πού ο θεός -;-
σε ταβάνι άτρωτο -
καταφυγίου
και σε μια υποτείνουσα τσαλακωμένη
απλώναμε τη μπουγάδα μας
να πάρουν λύτρωση οι φίρμες,
και η σάρκα άπορη,
να φουσκαλιάζει πύον.
Έτσι, γινήκαμε τρωκτικά
με νόσο αγιάτρευτη
να τρώγουμε την καρδιά μας
και να μιλάμε αγίους
Nα τρώμε χολή
και να σκουριάζουμε δεμένοι λύματα
Nα βρέχει σκατά
και να λέμε ντουέντε,
κι ο ρόγχος να χειροκροτείται απαγγελία.
Κάπως μουντά
δεν αλητέψαμε
κι ένα μάρμαρο σαφρακιασμένο
επικαλεσθήκαμε ιστορία και χρόνο
Δίχως μυαλό
τιμωρήσαμε αμαρτίες
και χάσαμε τα λάδια.
«Τρίζει το τρένο -!-
Ακούς; Κατέβα!»