Γδέρνω πλασματικά παράθυρα –
Παράθυρα χωρίζουν τα όνειρα
σε χειμωνιάτικες φυγές
Η άνοιξη φαντασίωση
σχιζοφρενούς διάνοιας –
Διχασμένοι δρόμοι -
πότε το πλην του θέρους
πότε το συν των βροντών –
Στάζω μελάνι μαύρο
να διαβάσεις μνήμη
Στάζεις νερό
να ξεκλειδώσει μυστικό
/ Καπνισμένες οι λέξεις μου /
Της κοίλης μου γης
τα θηρία κερώνουν
τα νήματα,
να κυλήσουν παράλληλα
τα τρένα μας
σε αινίγματα πάχνης
των κρυμμένων αιώνων μας.
Συρμοί τα δάχτυλα λυμένων δακρύων, με συρματόσχοινα φιλιά, που κύματα τρέχουν στα συνοριακά ρίγη. Κουρσάροι οι δαίμονες της αδάμαστης τρικυμίας σου, που λοξοδρομούν στην απώλειά σου. Στην απώλειά μου, σιωπηρή η βροντή.
Αν κοιταζόμασταν, η θάλασσα αλλάζει όψη. Κάπου ανηφορικά μικραίνουν τα μυστήρια, και, δεν είναι όλα δρόμοι. Υπάρχουν σταθμοί , που οι εξομολογήσεις αποκωδικοποιούν το γρύλισμα της λατέρνας στις ανήλιαγες στράτες.
Να σου πω ακόμη, ότι έβαλα «στοπ» την καρδιά μου στο ρολόι των κόσμων, να πλαγιάσουν οι κόσμοι μας.