Το μέταλλο έσταξε
τρεκλίζοντας στην οπή
Κλειδί η γλώσσα
δείλιασε - δευτερολέπτων παύση
Δέος
τ’ ανάστημά της
στο ύψος μπροστά
του βάθους –
χαμίνι που
δε λησμόνησε
τη νεροποντή των έσω.
Οι κραυγές –
αλάδωτοι ίσκιοι –
έσκισαν την ομίχλη.
Καπνίζουν τα άλογα
στον παγωμένο καιρό.
Ξεδίπλωσαν οι φωνές
Επικρατώ του χαμού
με τη μνήμη ανεξάντλητη νυχτωδία.
Σε ακούω. Ανασαίνεις βαριά,
τριάντα νέφη σάλτο
Φωτογραφίζω έχιδνες
Λαχανιάζω ιδρωμένη πυγμή –
Πνιγμός αδίστακτος
σε κατάληψη νεανική,
κάτω στα πατώματα.
Όταν σε πήρε το μάτι μου,
ήσουν απ’ την επιστροφή,
σκονισμένο περίπτερο,
και υγρασία μουντή,
με όλες τις ειδήσεις
στις κλειδώσεις –
σημάδια μαχαιριές
στα πλάγια των φτερών.
Με σημάδεψε το δωμάτιο –
πρόστυχα ξέπνοο κόκκινο.
Όταν σου γέννησα την κραυγή
έσταξα μέλι σε νούφαρα δακρύων.
Έμενες. Μένεις, και
σε κρατώ, γαντζωμένο λιοντάρι
στο παραπόρτι – έξοδο
σημαδεμένων θηλών, που
τα φθινόπωρα με βουίζουν
να επιλέξω ήχο, με λάμα ατσάλινη –
γαλότσες, και αδιάβροχο,
για τις μέρες της κύησης.
Όταν θα αναδύεσαι
από τους πόρους μου
ο υμένας, τσιγαρόχαρτο
θα πράξει το ανέφικτο:
Ένα βιολί – φουγάρο
τσιγγάνικων καταυλισμών.
Κι ενώ ο καιρός βαδίζει,
αν βρεις την Άννα, Άναρχε,
ας την να κλάψει -
κλειδί η παρένθεση των ματιών της
του βάθους, που ζωγράφισε
η Νύχτα των σπαραγμών.