Η απόσταση
κατέθεσε την αλησμοσύνη μου
στα πυρά των δακτύλων σου –
παράσημό μου φλογοβόλο
στη γυμνή σκιά
των καιόμενων αναφιλητών μου,
τη νύχτα,
χτες,
που θέλανε ξανά
να μαντρώσουν
τις σάρκες της ομίχλης μας.
Σκίσε ξανά
το απυρόβλητο του πάθους μου -
μεθυσμένα οράματα –
καβαλάρηδες της πυγμής μου -
ενώ, το στριφτό ανάμεσα στις ανάσες
και στα καρφώματα
ανεξάντλητα καίεται
αναμένοντας
την παράδοση της κορφής..
Έτσι, μετά τη μάχη
η πάλη αγκομαχάει
στις ωδίνες της λύτρωσης.
Κάπως, με βροντή
σφάζεται η σιωπή μας
και το τρένο
γκρεμίζει τις κατηφοριές.
Και πάντα βράδυ.
Όπως και χτες
που ήρθες
κι έβρεχε
προδομένες απεργίες,
μέσα στη νύχτα
χάραξες στιγμή.