Πάνω που
ράγιζαν τα φθινοπώρια
ένα αλκοολούχο δειλινό
καρφώνεται στη μήτρα της βροχής
Δάκρυα κρυώνουν
τον ερημίτη εραστή του
καθρέφτη μου
Κι ενώ συρράπτω το
πρόσωπό μου με
το πρόσωπό του
πονάω το γυαλί
και πνίγω τους λυγμούς
στα αίματα της ανακωχής
Κάπως έτσι
επιστρέφω γενναία
στην πάχνη των υπογείων
κι έτσι
κερνώ φιλί.
Μεθυσμένα αγκαλιάζω
Τα βλέφαρα των στεναγμών
Μεθυσμένα ανασαίνω
ήχους πανάγιους
κάτω απ’ το προσωπείο των τάφων
που χαμίνια συλλαβίζουν
τη μεγίστη ηδονή των νερών.
Τα κορίτσια
αναδύονται πόρνες,
κι οι πόρνες πνέουν ζωή.
Η βροχή
ας βρέχεται κραυγές οργασμών.