Όταν το κράτος με δολοφόνησε
είχα την αγριάδα του
βράχου στην όψη –
φονιάς γαρ - και
τη χροιά του μανιώδους
καπνιστή στο στόμα..
κρατούσα το ντουμάνι του
είχα την αγριάδα του
βράχου στην όψη –
φονιάς γαρ - και
τη χροιά του μανιώδους
καπνιστή στο στόμα..
κρατούσα το ντουμάνι του
Όνειρου - μαχαίρι για
σφαγή στους γλύφτες των
τόκων και μάτια πλάνα στα
κορίτσια του δρόμου - μια
τύφλα χαδιού μονάχα γι’
αλάνια - αγόρια της φυγής...σε
μόνιμη παρεξήγηση με τον
τσαμπουκά των
νυχτιάτικων σούρτα και
φέρτα των νόμιμων
παρακμιακών γεγονότων..
Όταν οι νταβατζήδες με
πάτησαν έφτυσα γάλα της
μάνας και πίκρα του παιδιού...
Γιατί, ήμουν εγώ ο φονιάς...
και Γιάννη ας μη με λένε..
μόνο συνάθροιση βοής
προγονικής σε
παρεμπόδιση έργων -
σειρών ρομάντζας μέσα στη
θάλασσα - στους
ατελεύτητους βυθούς που
έπινα ίσκιους κοραλλιών και
χάος του χάους..σε μια
στροφή μου...το
κεφάλι κρέμασε - σα
να ΄γειρε στη ..θεά μου που
άργησε να φανεί και
χειμώνιαζε βαριά και πιο
βαριά ακόμα - στη θεά που
είπα: ατελεύτητη και έμπυρη μ'
εμπύρετη διάγνωση στα χείλη –
σταγόνα σάλιου που
προστάτευε σάρκινη την ψυχή μου..
Κι είμαι εγώ ο φονιάς και
πιστέψτε το με
ταυτοποίηση των λόγων μου και
φωτογραφιών...που έσυρα εδώ
όταν τη μια επικηρύχτηκα κι όταν
την άλλη άναψα αργά το
τσιγάρο και νύχτωσε πολύ –
περπατημένη νύχτα που
σάλεψε ερωτικά και
παθιασμένα το μυαλό μου..
Κι είχαν ανατριχιάσει τα
θέλω μου στην πίστα των
χορών..και χόρεψα πολύ…
για πρώτη φορά – μ’ όλες τις
σκιές κι ιδέες των θαμώνων.
Και σήμερα – μετά τον αποκεφαλισμό μου – και δεν το περίμενα, αγάπη να φανείς – σαν πρώτη φορά να σ’ άκουσα…γονάτισα να προσκυνήσω – πιστός σου και θεϊκός – αντίδοτο της σκιερής ζωή μου – να προσκυνήσω τη λεωφόρο που γκάζωνα κι έτρεχα λαχανιάζοντας τα χιλιόμετρα – για χίλια στο άπειρο φτερά και ύψος – έτσι, που την επόμενη φορά που το κράτος θα με δολοφονήσει, να με κόψει στο ύψος της καρδιάς…γι’ άλλη ζωή να μην είμαι.. μόνο στη δικιά σου να χυθώ κι εκεί μετά να εξατμιστώ…θάλασσα εσύ…δάκρυ εγώ.. Κι έτσι ..σε περιμένω..κι ίσως και όχι – πυθείας λόγια απροστάτευτα νεφών..και μόνο η φωνή σου, μικρό…να ΄ναι ξανά να μ’ ανταμώσει και..να σου πω, πώς με βιάζει το παρακράτος και πώς με κόβει και πώς εγώ γλώσσα του βγάζω, καθώς το μάτι σου κλείνω και σε καλώ στον πρώτο μας χορό.. την ώρα που τα κράτη όλα δολοφονούν..
_________________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________________
σφαγή στους γλύφτες των
τόκων και μάτια πλάνα στα
κορίτσια του δρόμου - μια
τύφλα χαδιού μονάχα γι’
αλάνια - αγόρια της φυγής...σε
μόνιμη παρεξήγηση με τον
τσαμπουκά των
νυχτιάτικων σούρτα και
φέρτα των νόμιμων
παρακμιακών γεγονότων..
Όταν οι νταβατζήδες με
πάτησαν έφτυσα γάλα της
μάνας και πίκρα του παιδιού...
Γιατί, ήμουν εγώ ο φονιάς...
και Γιάννη ας μη με λένε..
μόνο συνάθροιση βοής
προγονικής σε
παρεμπόδιση έργων -
σειρών ρομάντζας μέσα στη
θάλασσα - στους
ατελεύτητους βυθούς που
έπινα ίσκιους κοραλλιών και
χάος του χάους..σε μια
στροφή μου...το
κεφάλι κρέμασε - σα
να ΄γειρε στη ..θεά μου που
άργησε να φανεί και
χειμώνιαζε βαριά και πιο
βαριά ακόμα - στη θεά που
είπα: ατελεύτητη και έμπυρη μ'
εμπύρετη διάγνωση στα χείλη –
σταγόνα σάλιου που
προστάτευε σάρκινη την ψυχή μου..
Κι είμαι εγώ ο φονιάς και
πιστέψτε το με
ταυτοποίηση των λόγων μου και
φωτογραφιών...που έσυρα εδώ
όταν τη μια επικηρύχτηκα κι όταν
την άλλη άναψα αργά το
τσιγάρο και νύχτωσε πολύ –
περπατημένη νύχτα που
σάλεψε ερωτικά και
παθιασμένα το μυαλό μου..
Κι είχαν ανατριχιάσει τα
θέλω μου στην πίστα των
χορών..και χόρεψα πολύ…
για πρώτη φορά – μ’ όλες τις
σκιές κι ιδέες των θαμώνων.
Και σήμερα – μετά τον αποκεφαλισμό μου – και δεν το περίμενα, αγάπη να φανείς – σαν πρώτη φορά να σ’ άκουσα…γονάτισα να προσκυνήσω – πιστός σου και θεϊκός – αντίδοτο της σκιερής ζωή μου – να προσκυνήσω τη λεωφόρο που γκάζωνα κι έτρεχα λαχανιάζοντας τα χιλιόμετρα – για χίλια στο άπειρο φτερά και ύψος – έτσι, που την επόμενη φορά που το κράτος θα με δολοφονήσει, να με κόψει στο ύψος της καρδιάς…γι’ άλλη ζωή να μην είμαι.. μόνο στη δικιά σου να χυθώ κι εκεί μετά να εξατμιστώ…θάλασσα εσύ…δάκρυ εγώ.. Κι έτσι ..σε περιμένω..κι ίσως και όχι – πυθείας λόγια απροστάτευτα νεφών..και μόνο η φωνή σου, μικρό…να ΄ναι ξανά να μ’ ανταμώσει και..να σου πω, πώς με βιάζει το παρακράτος και πώς με κόβει και πώς εγώ γλώσσα του βγάζω, καθώς το μάτι σου κλείνω και σε καλώ στον πρώτο μας χορό.. την ώρα που τα κράτη όλα δολοφονούν..
_________________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________________