Λίγο ακόμα, λέω. Αναβολή θανάτου. Να περιμένω όλη τη φρίκη. 28 του Οκτώβρη να δω και τα στρατά να φυλάττουν τους ηγέτες. Λίγο ακόμη. Ο πόλεμος, που φρικιάζει μέσα στα κεφάλια μας. «Βάλε μου μπιτάκια, να φρίξω θέλω πολύ!», πριν να μου κόψει η Δ.Ε.Η. το ρεύμα. «Πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε!», πριν να μου κόψει κι η Tellas τη σύνδεση. «Έλα να κοιμηθούμε κι αγκαλιά!», έχω ακόμα στέγη και πάπλωμα.
Βροχή! Απρόσμενη βροχή. Μετά από κάτι ανυπόφορες ζέστες, ξαφνικά χειμώνας. Ας όψονται οι εξατμίσεις των αεροπλάνων κι οι κυβερνήτες μας. Μας ψεκάζουν απροκάλυπτα πλέον.
Είναι ακόμα φθινόπωρο, μα ορώ το χειμώνα βαρύ στην πλάτη μου. Οκτώβρης -δεν έχω δει χρυσάνθεμα. Τώρα ανθίζουν; Έχω καιρό να σεργιανίσω στις αγορές, στα λουλουδάδικα. Ξέχασα πια. Πουλάει ο κόσμος; Η τελευταία φορά, που βγήκα, ήταν για τη διαδήλωση. Δεν πρόλαβα να δω τι παίζει στις αγορές. Με τύφλωσαν τα χημικά του θανάτου. Μου μπούκωσαν τους πνεύμονες. Μου τύφλωσαν και το πεπτικό -ναυτία. Αηδία, ε; Λιποθυμία και τίποτα. Τέλειωσε κι αυτό. Λιώνουν όλα. Χαρτοβαρκούλες στο νερό. Μόνο ο πόλεμος μουγκανίζει. Τανκ είναι. Ισοπεδώνει.
Μέτρησα κι άλλους απόψε νεκρούς. Άλλος έσφιξε θηλιά, άλλος από ταράτσα στο κενό. Κι ένα εγκεφαλικό, μετά το τηλέφωνο απ’ την ευγενική καριόλα της εισπρακτικής. «Έχει ο καιρός γυρίσματα, ρε!» Πάντα τα έχει τα γυρίσματά του ο καιρός, όσο κι αν τον ραντίζουν. Για το καλό μας, βέβαια πάντα. Βέβαια…! Μη μασάς.
«Σου είπα; Κατέθεσα χαρτιά για σύνταξη μειωμένη. Τι άλλο να έκανα; Σήμερα πήρα 200 ολάκερα ευρώ. Μέρος τιμητικόν. Προκαταβολή. Έλα, θα σε κεράσω παγωτό!»
Εξατμίζεται, φίλε, η ζωή μας. Λιποθυμία.
Λιποθυμούν οι μαθητές στα σχολειά. Ασιτία το λένε. Μη μασάς! Και τι να μασήσεις; Άδειασαν τα ντουλάπια. Το ψυγείο, μόνο δόξες παλιές. Τότες οι τράπεζες -αυτοί κυβερνούν στο είπα;- τότες οι τράπεζες μοίραζαν χρήμα-ουρά.
Λέω, όμως, να κάμω γιορτή το Σάββατο. Κλείνω τα πενήντα, μωρέ. Κι ολάκερα διακόσια ευρώ στην τσέπη, φτάνουν για ρακές, μέχρι να γίνω τύφλα. Θα κεράσω κιόλας. Πάντα κερνούσα και μου ‘χει λείψει πολύ. Μη μ’ αρνηθείς! Θα έχω και μεζέ. Πάντα νοικοκύρης ήμουν. Έτσι ξεροσφύρι δεν πάει.
Μισόν αιώνα φίλε ζωής, λοιπόν. Μισόν αιώνα…! Για φαντάσου!
Άκουσα, πιτσιρίκι, ιστορίες εφιαλτικές από τους μεγάλους, για τον πόλεμο και την κατοχή. Ένιωσα τη δικτατορία, τις δόξες των επαναστατημένων. Άκουγα, τότες, την ερπύστρια του τανκ, του γνωστού. Αυτού του Πολυτεχνείου. Ανατρίχιαζα και υποσχόμουν να μείνω πάντα αντάρτης. Έγινα ποιητής. Δηλαδή, έτσι μου λένε, οι θαυμαστές. Δεν ξέρω τι είμαι. Τους ρημάζω, όμως, με κάτι λέξεις στη σειρά, αυτούς που σαπίζουν τις ζωές και πολύ το γουστάρω.
Μ’ έχουν σταματήσει τρεις φορές, για έρευνα της δοξασμένης σακαράκας μου. Τρεις φορές! Και μια για τυπικό έλεγχο των στοιχείων μου. Έτσι μου είπαν και κράτησε τρία τέταρτα ο τυπικός αυτός έλεγχος. Πλάκα έχει να με νομίζουν τρομοκράτη. Τι αστείο!
Την τελευταία φορά, που είπα «σ’ αγαπώ», μ’ άκουσε κανείς; Τι έχουμε μωρέ να μοιράσουμε οι φτωχοί; Τα χρέη μας.. Τι όμορφα! Τι υπέροχος κόσμος!
Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω, ρε! Θα έρθει. Θα το δεις. Εγώ την περιμένω. Γιατί νομίζεις η αναβολή του θανάτου; Τον άγγιξα. Δε με τρομάζει από τότες. Τον παίζω και τον αναβάλω. Ας περιμένει, κι ας καίγεται και κάποιος για τον ποιητή… Χαχαχα! Τρομάρα μου, ο αφελής, που νόμιζα φτερά και με μαχαίρωσαν! Μα αντέχω! Κοίτα! Μισός αιώνας μου μοιάζει;
Σας αγαπώ, σας το είπα;
από δημοσίευσή μου στο περιοδικό ντου΄Εντε
Βροχή! Απρόσμενη βροχή. Μετά από κάτι ανυπόφορες ζέστες, ξαφνικά χειμώνας. Ας όψονται οι εξατμίσεις των αεροπλάνων κι οι κυβερνήτες μας. Μας ψεκάζουν απροκάλυπτα πλέον.
Είναι ακόμα φθινόπωρο, μα ορώ το χειμώνα βαρύ στην πλάτη μου. Οκτώβρης -δεν έχω δει χρυσάνθεμα. Τώρα ανθίζουν; Έχω καιρό να σεργιανίσω στις αγορές, στα λουλουδάδικα. Ξέχασα πια. Πουλάει ο κόσμος; Η τελευταία φορά, που βγήκα, ήταν για τη διαδήλωση. Δεν πρόλαβα να δω τι παίζει στις αγορές. Με τύφλωσαν τα χημικά του θανάτου. Μου μπούκωσαν τους πνεύμονες. Μου τύφλωσαν και το πεπτικό -ναυτία. Αηδία, ε; Λιποθυμία και τίποτα. Τέλειωσε κι αυτό. Λιώνουν όλα. Χαρτοβαρκούλες στο νερό. Μόνο ο πόλεμος μουγκανίζει. Τανκ είναι. Ισοπεδώνει.
Μέτρησα κι άλλους απόψε νεκρούς. Άλλος έσφιξε θηλιά, άλλος από ταράτσα στο κενό. Κι ένα εγκεφαλικό, μετά το τηλέφωνο απ’ την ευγενική καριόλα της εισπρακτικής. «Έχει ο καιρός γυρίσματα, ρε!» Πάντα τα έχει τα γυρίσματά του ο καιρός, όσο κι αν τον ραντίζουν. Για το καλό μας, βέβαια πάντα. Βέβαια…! Μη μασάς.
«Σου είπα; Κατέθεσα χαρτιά για σύνταξη μειωμένη. Τι άλλο να έκανα; Σήμερα πήρα 200 ολάκερα ευρώ. Μέρος τιμητικόν. Προκαταβολή. Έλα, θα σε κεράσω παγωτό!»
Εξατμίζεται, φίλε, η ζωή μας. Λιποθυμία.
Λιποθυμούν οι μαθητές στα σχολειά. Ασιτία το λένε. Μη μασάς! Και τι να μασήσεις; Άδειασαν τα ντουλάπια. Το ψυγείο, μόνο δόξες παλιές. Τότες οι τράπεζες -αυτοί κυβερνούν στο είπα;- τότες οι τράπεζες μοίραζαν χρήμα-ουρά.
Λέω, όμως, να κάμω γιορτή το Σάββατο. Κλείνω τα πενήντα, μωρέ. Κι ολάκερα διακόσια ευρώ στην τσέπη, φτάνουν για ρακές, μέχρι να γίνω τύφλα. Θα κεράσω κιόλας. Πάντα κερνούσα και μου ‘χει λείψει πολύ. Μη μ’ αρνηθείς! Θα έχω και μεζέ. Πάντα νοικοκύρης ήμουν. Έτσι ξεροσφύρι δεν πάει.
Μισόν αιώνα φίλε ζωής, λοιπόν. Μισόν αιώνα…! Για φαντάσου!
Άκουσα, πιτσιρίκι, ιστορίες εφιαλτικές από τους μεγάλους, για τον πόλεμο και την κατοχή. Ένιωσα τη δικτατορία, τις δόξες των επαναστατημένων. Άκουγα, τότες, την ερπύστρια του τανκ, του γνωστού. Αυτού του Πολυτεχνείου. Ανατρίχιαζα και υποσχόμουν να μείνω πάντα αντάρτης. Έγινα ποιητής. Δηλαδή, έτσι μου λένε, οι θαυμαστές. Δεν ξέρω τι είμαι. Τους ρημάζω, όμως, με κάτι λέξεις στη σειρά, αυτούς που σαπίζουν τις ζωές και πολύ το γουστάρω.
Μ’ έχουν σταματήσει τρεις φορές, για έρευνα της δοξασμένης σακαράκας μου. Τρεις φορές! Και μια για τυπικό έλεγχο των στοιχείων μου. Έτσι μου είπαν και κράτησε τρία τέταρτα ο τυπικός αυτός έλεγχος. Πλάκα έχει να με νομίζουν τρομοκράτη. Τι αστείο!
Την τελευταία φορά, που είπα «σ’ αγαπώ», μ’ άκουσε κανείς; Τι έχουμε μωρέ να μοιράσουμε οι φτωχοί; Τα χρέη μας.. Τι όμορφα! Τι υπέροχος κόσμος!
Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω, ρε! Θα έρθει. Θα το δεις. Εγώ την περιμένω. Γιατί νομίζεις η αναβολή του θανάτου; Τον άγγιξα. Δε με τρομάζει από τότες. Τον παίζω και τον αναβάλω. Ας περιμένει, κι ας καίγεται και κάποιος για τον ποιητή… Χαχαχα! Τρομάρα μου, ο αφελής, που νόμιζα φτερά και με μαχαίρωσαν! Μα αντέχω! Κοίτα! Μισός αιώνας μου μοιάζει;
Σας αγαπώ, σας το είπα;
από δημοσίευσή μου στο περιοδικό ντου΄Εντε