Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009
θυμάμαι
Τα βράδια
κλαίει
στην αυλή της πόλης
Τότε ξυπνώ
και γρυλίζω μαζί του
με μια ζωστήρα
να μαστιγώνει
τους ανέμους
Στο τέρμα
να ραγίζει το δέρμα
Γλύφει τις πληγές του
και γλύφω το αίμα
απ' το τσιμέντο
να μη βρεθούν
αποτυπώματα
και καταχωρηθεί
το έγκλημα
Τα βράδια
έρχονται οι εφιάλτες
έρχεσαι
κι εσύ
κι εσύ
Κι εσύ
στρίβεις τσιγάρο
με το φλοιό
του εγκεφάλου μου
καπνίζεις αμίλητη
Πού είναι τα μάτια σου-;-
Γρυλίζει
στην αυλή του κόσμου
Γλύφω το αίμα
και
μου ΄γινε συνήθεια
να γέρνω τις μέρες
και τα βράδια
να κουβεντιάζω
με βρυκόλακες
Κουβεντιάζω
μαζί σας ...προπάτορες
Και εγένετο σκότος
και κρύο πολύ
Πώς να μετρώ
τις μέρες τώρα-;-
Και πώς να ζεσταθώ-;-
Στην κουβέρτα μου -
σα σπέρμα ξερό -
κοκκάλωσαν οι αναμνήσεις
αποτυπώθηκαν οι κραυγές
Με κρυώνει το όνειρο
το ασπρόμαυρο της ζωής
Κι εσύ θυμάσαι-;-
είπες "σ' αγαπώ"
Ό,τι μπόρεσα να σώσω
είναι η ακοή μου
κι η μνήμη
μετά το μεγάλο διωγμό-
θυμάσαι-;-
απ' τον παράδεισο
του τίποτα
Κι εσένα
σε άκουσα
να ψιθυρίζεις "σ' αγαπώ"
όμως πού είσαι-;-
Γιατί δε βλέπω όραμα
και να ΄ρθεις-;-