
Τα βράδια
κλαίει
στην αυλή της πόλης
Τότε ξυπνώ
και γρυλίζω μαζί του
με μια ζωστήρα
να μαστιγώνει
τους ανέμους
Στο τέρμα
να ραγίζει το δέρμα
Γλύφει τις πληγές του
και γλύφω το αίμα
απ' το τσιμέντο
να μη βρεθούν
αποτυπώματα
και καταχωρηθεί
το έγκλημα
Τα βράδια
έρχονται οι εφιάλτες
έρχεσαι
κι εσύ
κι εσύ
Κι εσύ
στρίβεις τσιγάρο
με το φλοιό
του εγκεφάλου μου
καπνίζεις αμίλητη
Πού είναι τα μάτια σου-;-
Γρυλίζει
στην αυλή του κόσμου
Γλύφω το αίμα
και
μου ΄γινε συνήθεια
να γέρνω τις μέρες
και τα βράδια
να κουβεντιάζω
με βρυκόλακες
Κουβεντιάζω
μαζί σας ...προπάτορες
Και εγένετο σκότος
και κρύο πολύ
Πώς να μετρώ
τις μέρες τώρα-;-
Και πώς να ζεσταθώ-;-
Στην κουβέρτα μου -
σα σπέρμα ξερό -
κοκκάλωσαν οι αναμνήσεις
αποτυπώθηκαν οι κραυγές
Με κρυώνει το όνειρο
το ασπρόμαυρο της ζωής
Κι εσύ θυμάσαι-;-
είπες "σ' αγαπώ"
Ό,τι μπόρεσα να σώσω
είναι η ακοή μου
κι η μνήμη
μετά το μεγάλο διωγμό-
θυμάσαι-;-
απ' τον παράδεισο
του τίποτα
Κι εσένα
σε άκουσα
να ψιθυρίζεις "σ' αγαπώ"
όμως πού είσαι-;-
Γιατί δε βλέπω όραμα
και να ΄ρθεις-;-