Βρόχινη γιορτή
τα μάτια μου
σε παύσεις ακατάπαυστες,
να σου γλεντούν τις σκιές,
να σου γλεντούν τις σκιές,
να μη σου αρκούν οι γρίλιες
Τα ματοτσίνορα να υποχωρούν
να φεύγω απόκοσμα
να χνωτίζομαι
να ζωγραφίζεις εμβόλιμα φιλιά
Ένα τέρμα θυμού
να μας γυρνάει πετούγια γερασμένη
να σου έρχομαι
να μου φεύγεις, να ζητάς
και να χάνομαι
Αεροβόλα γλίστρησες
στο βράδυ μου
Να σου ξεστρώνω το έδαφος
ανώμαλες προσγειώσεις,
με υποδόριες κραυγές
Τα τσογλάνια, στραγάλια πετούσαν
κι ο κλειδούχος
μ’ αντικλείδια
από λάφυρα παλιών μαχών
μπλοκάρει τα ταξίδια
Κρύβεις ύπνους, κι
ονειρεύομαι
Παίρνω άστρα, και
ξεχνιέσαι
Κάποτε
φτάνει η στιγμή
Κάποτε
φτάνει η στιγμή
που βρέχει αχόρταγα
Στα λαβωμένα βαγόνια
εκπνέουν οι εραστές
κι εκείνοι οι φίλοι
κοιμούνται πάντα ∙
κάπου στον ύπνο τους
θυμούνται και
θυμούνται και
σε χαιρετούν.