«Τα μαχαιρώματα, τα δίποδα, και τα θεριά, σε πισώπλατη ... φιλική προσέγγιση.»
Ακόμη και στη σκέψη σου, όταν ακονίζεις το μαχαίρι, σε βλέπω. Με νομίζεις τρελό, που βγάζω παλτό, μπουφάν, σκουφί, πουλόβερ..τα μποτάκια. Ανάβω στριφτό, ανεβοκατεβαίνω κουπαστές, και γυμνός περιμένω, αδιαφορώντας και για το αν έρχεσαι. Ακόμη και τα βράδια – παλιά υπνοβατούσα – τώρα απλά, δεν κοιμάμαι. Συλλέκτης ήχων έγινα. Καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο φυσάω τον καπνό μου, και υπάρχω. Στα σύνορα, παίχτηκαν οι πιο δυνατές παραστάσεις. Απέναντί σου. Σα να με θέλησε η μοίρα, μέσα στην κατάρα μου, να υπερτερώ στα φαινόμενα, κάτω απ’ τις πέτρες, και πίσω απ’ τις βιτρίνες, και να είμαι απέναντι απ’ τ’ άκρα σου. Ισορροπεί η Φύση. Και τούτη τη μοίρα την ευγνωμονώ. Αντικοινωνικά και απροστάτευτα, νομίζεις πως παραληρώ. Νομίζεις ακόμη πως πλανώμαι. Νομίζεις πως με τραβούν οι πλαγιές. Μη σου πω, και τα χάσεις: «Οι κορφές με συναρπάζουν. Για να τις φτάσω παίρνω πλαγιές». Γελάς, και προκαλείς. Τις περισσότερες φορές με παίρνεις στο κατώπι. Φωτογραφίζεις τα δακτυλικά μου. Χάνεις το μπούσουλα. Πέφτεις σε λαβύρινθο. Σα φίλος, που είσαι, μερικές, με συμβουλεύεις. Πως να χτενίζω τα τσουλούφια μου..! Μεγάλη η Τέχνη της χτένας. Το μακιγιάζ οργιάζει, κι εγώ, που έμαθα να γαυγίζω στα καιρικά όλα, αναστατώνονται πάντα τα μαλλιά μου. Ατακτοποίητος σου χαμογελώ. Πάντα στα φιλικά, απαντώ με χαμόγελα. Αφιερώνω κιόλας άσματα και σκέψεις. Πιάνεσαι. Βρίσκεις άκρη να ξετυλίξεις κουβάρι. Νέοι διάδρομοι. Μπουσουλάς. Σε συμπονώ που κρυώνεις. Είχα ένα πλεκτό για σένα. Του έλειπε μόνο ο λαιμός. Τον χρησιμοποίησα για στέκι μας, σε κάποιο αντάμωμα των ματιών μας. Δεν κατάλαβες. Μα δεν μπορώ να εξηγώ και να απολογούμαι συνεχώς. Πάντα κάτι υπάρχει δικό μας, όταν τρέμουν τα φώτα που μας συνδράμουν. Με συμβουλεύω, να μένω με το κασκόλ μονάχα. Ποιος είμαι εγώ, που θα σου πω πώς να συλλαβίσεις το όνομά σου -;- Δεν παίρνω όρκους για τους τονισμούς σου, κι ας πήρες εσύ για μένα. Το πώς βαδίζω δηλαδή, και που ξοδεύομαι τα βράδια. Σου λύνω όλες τις απορίες. Σου στέλνω γράμματα απ’ τα όρια. Πρέπει να λέω τον καιρό. Αύριο χιονίζει, και οι ανήθικοι έχουν προβλέψει για το πάγωμα των φιλιών μας. Ακόμη και το μαντήλι που κουνάμε στις προβλήτες κοκαλώνει. Τι κι αν μου έκλεισες το μάτι; Φιλικά οι υποσχέσεις, μένουν υποσχέσεις, όταν στα τέσσερα βαδίζεις. Έτσι, τα μηνύματά σου, ακινητοποιούν τις αισθήσεις μου. Πίνω ρακόμελα να γεμίζω τις φλέβες. Πώς νομίζεις γράφονται οι στίχοι; Με ντουμάνια αιμορραγούντων δειλινών. Δε φοβάμαι τις σφαίρες επομένως. Καθένας, εκεί που τάχτηκε.
Εσύ δίποδο. Εγώ θηρίο. Εσύ στα τέσσερα. Εγώ στα δύο. Με τα μπροστά, έχω να ξεκαρφώνω συρματοπλέγματα, κι εσύ πρέπει να τρέχεις να προλάβεις. Προς υπενθύμισή σου: «Τα θέατρα ανοίγουν στις εννιά και κλείνουν στις δώδεκα». Αν χαλάστηκες, που θα είσαι πάλι θεατής, δες τις ειδήσεις. Κι ένα ποτήρι γάλα μαζί, είναι ό,τι πρέπει. Δώρο, της φύσης, για τις αφύσικές σου παρενοχλήσεις, τόσο που σπαταλήθηκες ... μαζί μου.. -!-
Ακόμη και στη σκέψη σου, όταν ακονίζεις το μαχαίρι, σε βλέπω. Με νομίζεις τρελό, που βγάζω παλτό, μπουφάν, σκουφί, πουλόβερ..τα μποτάκια. Ανάβω στριφτό, ανεβοκατεβαίνω κουπαστές, και γυμνός περιμένω, αδιαφορώντας και για το αν έρχεσαι. Ακόμη και τα βράδια – παλιά υπνοβατούσα – τώρα απλά, δεν κοιμάμαι. Συλλέκτης ήχων έγινα. Καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο φυσάω τον καπνό μου, και υπάρχω. Στα σύνορα, παίχτηκαν οι πιο δυνατές παραστάσεις. Απέναντί σου. Σα να με θέλησε η μοίρα, μέσα στην κατάρα μου, να υπερτερώ στα φαινόμενα, κάτω απ’ τις πέτρες, και πίσω απ’ τις βιτρίνες, και να είμαι απέναντι απ’ τ’ άκρα σου. Ισορροπεί η Φύση. Και τούτη τη μοίρα την ευγνωμονώ. Αντικοινωνικά και απροστάτευτα, νομίζεις πως παραληρώ. Νομίζεις ακόμη πως πλανώμαι. Νομίζεις πως με τραβούν οι πλαγιές. Μη σου πω, και τα χάσεις: «Οι κορφές με συναρπάζουν. Για να τις φτάσω παίρνω πλαγιές». Γελάς, και προκαλείς. Τις περισσότερες φορές με παίρνεις στο κατώπι. Φωτογραφίζεις τα δακτυλικά μου. Χάνεις το μπούσουλα. Πέφτεις σε λαβύρινθο. Σα φίλος, που είσαι, μερικές, με συμβουλεύεις. Πως να χτενίζω τα τσουλούφια μου..! Μεγάλη η Τέχνη της χτένας. Το μακιγιάζ οργιάζει, κι εγώ, που έμαθα να γαυγίζω στα καιρικά όλα, αναστατώνονται πάντα τα μαλλιά μου. Ατακτοποίητος σου χαμογελώ. Πάντα στα φιλικά, απαντώ με χαμόγελα. Αφιερώνω κιόλας άσματα και σκέψεις. Πιάνεσαι. Βρίσκεις άκρη να ξετυλίξεις κουβάρι. Νέοι διάδρομοι. Μπουσουλάς. Σε συμπονώ που κρυώνεις. Είχα ένα πλεκτό για σένα. Του έλειπε μόνο ο λαιμός. Τον χρησιμοποίησα για στέκι μας, σε κάποιο αντάμωμα των ματιών μας. Δεν κατάλαβες. Μα δεν μπορώ να εξηγώ και να απολογούμαι συνεχώς. Πάντα κάτι υπάρχει δικό μας, όταν τρέμουν τα φώτα που μας συνδράμουν. Με συμβουλεύω, να μένω με το κασκόλ μονάχα. Ποιος είμαι εγώ, που θα σου πω πώς να συλλαβίσεις το όνομά σου -;- Δεν παίρνω όρκους για τους τονισμούς σου, κι ας πήρες εσύ για μένα. Το πώς βαδίζω δηλαδή, και που ξοδεύομαι τα βράδια. Σου λύνω όλες τις απορίες. Σου στέλνω γράμματα απ’ τα όρια. Πρέπει να λέω τον καιρό. Αύριο χιονίζει, και οι ανήθικοι έχουν προβλέψει για το πάγωμα των φιλιών μας. Ακόμη και το μαντήλι που κουνάμε στις προβλήτες κοκαλώνει. Τι κι αν μου έκλεισες το μάτι; Φιλικά οι υποσχέσεις, μένουν υποσχέσεις, όταν στα τέσσερα βαδίζεις. Έτσι, τα μηνύματά σου, ακινητοποιούν τις αισθήσεις μου. Πίνω ρακόμελα να γεμίζω τις φλέβες. Πώς νομίζεις γράφονται οι στίχοι; Με ντουμάνια αιμορραγούντων δειλινών. Δε φοβάμαι τις σφαίρες επομένως. Καθένας, εκεί που τάχτηκε.
Εσύ δίποδο. Εγώ θηρίο. Εσύ στα τέσσερα. Εγώ στα δύο. Με τα μπροστά, έχω να ξεκαρφώνω συρματοπλέγματα, κι εσύ πρέπει να τρέχεις να προλάβεις. Προς υπενθύμισή σου: «Τα θέατρα ανοίγουν στις εννιά και κλείνουν στις δώδεκα». Αν χαλάστηκες, που θα είσαι πάλι θεατής, δες τις ειδήσεις. Κι ένα ποτήρι γάλα μαζί, είναι ό,τι πρέπει. Δώρο, της φύσης, για τις αφύσικές σου παρενοχλήσεις, τόσο που σπαταλήθηκες ... μαζί μου.. -!-