Κατηφορίζουμε λοιπόν
απνευστί
απαγγέλλοντας εξεγέρσεις
/ οι απαγγελίες επιτρέπονται.
κατευνάζουν τις εξάψεις /
μ’ ένα πιάτο σπασμένο
ή ακόμη και με σκόνη
απ’ το ράφι ψηλά –
περιφέρουμε το φαγητό μας –
ό,τι περίσσεψε απ’ τη θύμηση,
οι άνθρωποι δε νοστάλγησαν
τη μιλιά τους ∙
εξαντλήθηκαν στους αυτοκινητόδρομους
με σπινιαρίσματα και στοπ χειρόφρενου
δεήσεις, και τάματα
σε βερνικωμένες μορφές
πλάι στις ανοχές των οίκων τους
Μ’ αναθυμιάσεις μπουκώνεται το ανάστημα
/ πόντο τον πόντο νομίζεις
πως έχεις ακόμη καλσόν.
οι ντίβες εξάλλου, όταν ξεθωριάζουν
συνηθίζουν να κυκλοφορούν
με τα κάλυπτρα του τότε /
κι αν παραπατούν τα άκρα
είναι η εσώτερη κίνηση
και, πώς χάθηκες στη ζωή σου.
Απαγγέλλεις έτσι
ξεδοντιασμένα όνειρα
κι έρωτες, που πήδηξες πρόχειρα
/ τυλιγμένος σεντόνι υγρό,
μ’ ετοιμόρροπα επόμενα /
Πάει ακόμη.
Και πάει ακόμη.
Κι οι σελίδες
Δε θέλουν να κλείσουν.
αρνούνται την άβυσσο.
λες κι οι καιροί
συγχώρεσαν ποτέ κάποιον
Πόσο παράξενος έγινες
γερνώντας -;-
Πόσο παραξένεψα κι εγώ.
Ανισόρροπες οι αγάπες πια.
Ανισόρροπα τα φιλιά.
Έμεινες σεντόνι στη γενιά σου.
Σε ράβω με ξέφτια
καληνυχτίζοντας
μια πεζοπορία
κι έναν καημό.
Μεγάλο το βράδυ απόψε
δίχως φιλί.
Καληνύχτα. _______ Προμηθεύς Πυρφόρος _______
απνευστί
απαγγέλλοντας εξεγέρσεις
/ οι απαγγελίες επιτρέπονται.
κατευνάζουν τις εξάψεις /
μ’ ένα πιάτο σπασμένο
ή ακόμη και με σκόνη
απ’ το ράφι ψηλά –
περιφέρουμε το φαγητό μας –
ό,τι περίσσεψε απ’ τη θύμηση,
οι άνθρωποι δε νοστάλγησαν
τη μιλιά τους ∙
εξαντλήθηκαν στους αυτοκινητόδρομους
με σπινιαρίσματα και στοπ χειρόφρενου
δεήσεις, και τάματα
σε βερνικωμένες μορφές
πλάι στις ανοχές των οίκων τους
Μ’ αναθυμιάσεις μπουκώνεται το ανάστημα
/ πόντο τον πόντο νομίζεις
πως έχεις ακόμη καλσόν.
οι ντίβες εξάλλου, όταν ξεθωριάζουν
συνηθίζουν να κυκλοφορούν
με τα κάλυπτρα του τότε /
κι αν παραπατούν τα άκρα
είναι η εσώτερη κίνηση
και, πώς χάθηκες στη ζωή σου.
Απαγγέλλεις έτσι
ξεδοντιασμένα όνειρα
κι έρωτες, που πήδηξες πρόχειρα
/ τυλιγμένος σεντόνι υγρό,
μ’ ετοιμόρροπα επόμενα /
Πάει ακόμη.
Και πάει ακόμη.
Κι οι σελίδες
Δε θέλουν να κλείσουν.
αρνούνται την άβυσσο.
λες κι οι καιροί
συγχώρεσαν ποτέ κάποιον
Πόσο παράξενος έγινες
γερνώντας -;-
Πόσο παραξένεψα κι εγώ.
Ανισόρροπες οι αγάπες πια.
Ανισόρροπα τα φιλιά.
Έμεινες σεντόνι στη γενιά σου.
Σε ράβω με ξέφτια
καληνυχτίζοντας
μια πεζοπορία
κι έναν καημό.
Μεγάλο το βράδυ απόψε
δίχως φιλί.
Καληνύχτα. _______ Προμηθεύς Πυρφόρος _______