Κουφάλες ζωές
Αφηρημένα σοκάκια
Στήνουν
Ζωές ανέκφραστες
Βιδωμένες στριγκλιές
Ξεχαρβαλωμένων θεών
Με πέος δυσανάγνωστο
Περαστικό
Ούφο
Τρικυμισμένων οχετών.
Τινάζω
Τη ζωή μου
Ανυπόφορα χλευαστικά
Κι ανιστόρητα
Στα κούφια κορμιά
Της πιάτσας
Σε οργή
Κανίβαλης δυστροπίας
Από νότες
Ξεκούρδιστου πιάνου
Καθόλα κόσμιου
Που άσπαστο μένει
Σε παραμονή δήθεν
Όταν μπάταρε ο χρόνος
Σε γεννητικά όργανα
Τάξης δημόσιας
Καθεστώτος πνικτικού
Σε τρελά στενά
Οριστικών αποφάσεων
Μ’ ένα πήδημα για σένα
Κι ένας τάφος σε μένα
Που άργησα πολύ
Να φύγω
Και το φίδι
Άρμεξε
Την οιμωγή της αθωότητας
Με μια πόρτα κατακέφαλα
Από το πουθενά του κόσμου.
Θυμάμαι
Που πάταγα σταφύλια της οργής
Στο μακρινό παρελθόν
Μιας ξέπλεκης ιστορίας.
Ανάθεμα στις διαστροφές
Που πληρώνεις κι αιμορραγείς
Θανατηφόρα κελιά
Που σεργιανάς υπερκόσμια
Για προδομένο πάντα
Ανεξάντλητου «γιατί».
Σε πατάνε και χάνονται
Σε γερνάνε
Γερασμένοι κι ανήλιαγοι
Περαστικοί –
Βιτριόλι και βαμπίρ
Σα να ΄ναι γιορτή
Και μόνο οι πόρνες
Γνωρίζουν τα μυστικά
Της αποκάλυψης. _